Fünfjahresprogramms zur archäologischen Unterwasserforschung in Antikythera abgeschlossen

Dieses Jahr markierte die fünfte und letzte Phase der Unterwasserausgrabungen am Schiffswrack von Antikythera und den Abschluss von 125 Jahren seit dem Beginn dieses historischen archäologischen Unternehmens in den Jahren 1900-1901.

Aktuell – Besonderes Augenmerk wurde auf die Bergung der 2024 entdeckten, zerbrechlichen Holzreste des Schiffsrumpfs gelegt, darunter drei Plankenabschnitte des Schiffsrumpfs und ein daran befestigter Querbalken. Dieser Fund gilt als äußerst bedeutsam, da erstmals ein vollständiger Abschnitt des Schiffsrumpfs geborgen wurde, der Details zur Bautechnik des Schiffes enthält. Basierend auf den bisherigen Daten scheint es, dass das Schiff nach der „Shell First“-Technik gebaut wurde, bei der zuerst die Außenhülle des Schiffes errichtet wird, bevor die Innenteile angebracht werden. Diese Methode dominierte im Mittelmeerraum vom 4. bis zum 1. Jahrhundert v. Chr.

Vorläufige Analysen zeigen die Verwendung von Ulme und Eiche und datieren das Holz ersten Schätzungen zufolge auf etwa 235 v. Chr. Der gehobene Schiffsteil ist etwa 0,40 m breit und 0,70 m lang. Die Planken sind dünner als die von Cousteau entdeckten und überschreiten nicht 0,05 m. Dieser Unterschied in der Dicke der Planken wirft eine Reihe von Fragen auf: Handelt es sich hierbei um einen höher gelegenen Schiffsteil, der durch Reparaturarbeiten entstanden ist, oder ist es ein zweites Begleitschiff, das kleiner war als das erste? Die detaillierte Untersuchung der Fragmente wird diese neuen Fragen beantworten. Eine Stützkonstruktion wurde verwendet, um das Holzteil sicher anzuheben, auf dem der Fund abgelegt wurde. In der Nähe des 1976 von Jacques-Yves Cousteau erkundeten Gebiets wurden weitere Holzreste sowie Reste von anorganischen (Blei, Kupfer) und organischen Materialien (Teer) vor Ort gefunden.

Fragmente von Skulpturen

Teile einer Statue einer nackten männlichen Figur im Kontrapost sowie zahlreiche weitere Fragmente wurden nach der Entfernung eines Felsens vor Ort freigelegt und dokumentiert. Mit Ausnahme eines Marmorsockels, der die Überreste des linken Unterfußes einer lebensgroßen Statue bewahrt, konnten die Fragmente aufgrund ihrer Einschließung in sehr harten Meeresablagerungen nicht geborgen werden.

Die Vielfalt der Amphorenfracht

Die Entdeckung chianischen Amphoren aus zwei verschiedenen Bereichen des Schiffswracks offenbart eine größere typologische Vielfalt als bisherige Forschungen vermuten ließen. Neben den Keramikfunden liefert ein tönerner Mörser (Becken mit Ausguss), ein Gefäß zum Zerstampfen und Vermischen von Speisen, wertvolle Informationen über die Ernährungsgewohnheiten und das tägliche Leben an Bord.

Fortschrittliche Tauchtechnologie und Dokumentation

Wie bereits 2024 verbesserte der Einsatz von Kreislaufreglern mit Mischgasen die Effizienz und Sicherheit der Tauchgänge. Die Unterwasseruntersuchungen wurden dank ferngesteuerter Tauchboote von Hublot Xplorations in Echtzeit überwacht und koordiniert. Darüber hinaus wurde das Feldlabor in der Siedlung Potamos wiederhergestellt, was vorläufige Analysen vor Ort ermöglichte, während der Fortschritt der Ausgrabungen durch die Erstellung photogrammetrischer 3D-Modelle dokumentiert wurde. Neben Zeichnungen und Fotos der geborgenen Objekte wurden die Daten in ein Geographisches Informationssystem (GIS) integriert. Die Dokumentation bildet zusammen mit den Ergebnissen früherer Missionen die Grundlage für detaillierte Analysen.

Das Forschungsprogramm der letzten fünf Jahre (2021–2025) wurde von der Schweizerischen Schule für Archäologie in Griechenland (SSA) unter der Aufsicht der Abteilung für Unterwasseraltertümer des Kulturministeriums durchgeführt. Die Feldforschung wurde von der Universität Genf mit einem Team von Archäologen-Tauchern durchgeführt, ergänzt durch die Teilnahme der Unterwassermissionseinheit der griechischen Küstenwache (Spezial-Tauchteam).

Das Forschungsteam

Das Forschungsprogramm wird von Dr. Angeliki G. Simosi (Ehrensuperintendentin für Altertümer, Kulturministerium) und Prof. Lorenz E. Baumer (Universität Genf) geleitet. Die Bauaufsicht vor Ort übernahmen Dr. Patrizia Birchler Emery (Universität Genf) und die Taucharchitektin und -ingenieurin Aikaterini Tagonidou. Die Feldaufsicht seitens der Abteilung für Unterwasseraltertümer übernahm die Tauchtechnikerin Athena Patsourou. Alexandros Sotiriou (assoziierter Forscher, Universität Genf) war für die Koordination des Tauchteams verantwortlich. Die Fachdokumentation wurde von Experten der Universität Genf erstellt, während Hublot Xplorations maßgebliche technische Unterstützung leistete. Die Organisation der Mission übernahm Yannis Bitsakis (Universität Genf und Nereus Research Foundation).

Partner und Sponsoren

Hauptsponsoren des Forschungsprogramms sind der Schweizer Uhrenhersteller Hublot (offizielle Taucheruhr, finanzielle, technische und wissenschaftliche Unterstützung), die Aikaterini Laskaridis Foundation (technische und finanzielle Unterstützung, akademischer Partner in Griechenland) und die Nereus Research Foundation. Die Telekommunikationsdienste werden von COSMOTE TELEKOM bereitgestellt, das das Wrackausgrabungsgebiet und die Insel mit 5G- und Glasfasernetzen abdeckt.

Danke

Das Forschungsteam dankt dem Kulturministerium, seinen Diensten und dem zuständigen Ephorat für Unterwasseraltertümer sowie der Ministerin Dr. Lina Mendoni für ihre kontinuierliche und umfangreiche Unterstützung des Forschungsprogramms. Es dankt auch der Küstenwache für ihren Beitrag. Wie jedes Jahr sind die Unterstützung und Gastfreundschaft des Bürgermeisters von Kythera und Antikythera, Efstratios Charchalakis, des Präsidenten der Gemeinde Antikythera, Georgios Charchalakis, und der Inselbewohner besonders wichtig. (opm)

Foto: Griechisches Kulturministerium

Ολοκλήρωση του δεύτερου πενταετούς προγράμματος (2021-2025) των Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών στα Αντικύθηρα

​Η φετινή χρονιά σηματοδότησε την πέμπτη και τελευταία περίοδο της υποβρύχιας ανασκαφικής έρευνας στο ναυάγιο των Αντικυθήρων και τη συμπλήρωση 125 χρόνων από την αρχή της ιστορικής αυτής αρχαιολογικής επιχείρησης, το 1900-1901.

Ανέλκυση ξύλινων τμημάτων

Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην ανέλκυση των εύθραυστων αρθρωτών ξύλινων καταλοίπων του κύτους του πλοίου που ανακαλύφθηκαν κατά το 2024, εκ των οποίων τρία τμήματα μαδεριών (σανίδων) από το πέτσωμα του πλοίου και ένας προσαρμοσμένος σε αυτές νομέας (στραβόξυλο). Το εύρημα αυτό θεωρείται εξόχως σημαντικό, αφού πρώτη φορά ανελκύεται ένα ολοκληρωμένο τμήμα του πετσώματος του πλοίου, που φέρει λεπτομέρειες για την τεχνική κατασκευής του σκάφους. Με βάση τα ως τώρα δεδομένα φαίνεται πως το πλοίο κατασκευάστηκε ακολουθώντας την τεχνική „shell first“ (πρώτα το κέλυφος), όπου το εξωτερικό κέλυφος του πλοίου κατασκευάζεται πρώτα, πριν τοποθετηθούν τα εσωτερικά μέλη. Η μέθοδος αυτή κυριαρχεί στο μεσογειακό χώρο από το 4ο έως και τον 1ο π.Χ. αι.

Προκαταρκτικές αναλύσεις δείχνουν τη χρήση φτελιάς και δρυός και χρονολογούν το ξύλο, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, περί το 235 π.Χ. Το τμήμα του πλοίου που ανελκύστηκε έχει πλάτος περίπου 0,40μ. και μήκος 0,70μ. Τα μαδέρια έχουν μικρότερο πάχος σε σχέση με αυτά που ανακάλυψε ο Cousteau, και δεν ξεπερνούν τα 0,05μ. Αυτή η διαφορά στο πάχος των σανίδων εγείρει μια σειρά από ερωτήματα: πρόκειται για τμήμα του πλοίου σε ψηλότερο επίπεδο, από επισκευές σε αυτό, ή μήπως για ένα δεύτερο συνοδό πλοίο, μικρότερο του πρώτου; Η λεπτομερής μελέτη των θραυσμάτων θα απαντήσει σε αυτά τα νέα ερωτήματα. Για την ασφαλή ανέλκυση του ξύλινου τμήματος χρησιμοποιήθηκε μια υποστηρικτική κατασκευή, πάνω στην οποία τοποθετήθηκε το εύρημα. Κάποια ακόμη ξύλινα υπολείμματα, βρέθηκαν in situ, μαζί με υπολείμματα ανόργανων (μόλυβδος, χαλκός) και οργανικών υλικών (πίσσα), κοντά στην περιοχή που ερευνήθηκε το 1976 από τον Jacques-Yves Cousteau.

Θραύσματα γλυπτών

Τμήματα αγάλματος γυμνής ανδρικής μορφής, σε στάση contrapposto, σε κατακερματισμένη κατάσταση, καθώς και πολλά ακόμη θραύσματα, αποκαλύφθηκαν και τεκμηριώθηκαν επί τόπου μετά την αφαίρεση ενός βράχου. Με εξαίρεση μια μαρμάρινη πλίνθο που σώζει τα υπολείμματα του αριστερού κάτω πόδα αγάλματος, φυσικού μεγέθους, δεν ήταν δυνατή η ανάκτηση των θραυσμάτων λόγω του εγκλωβισμού τους σε πολύ σκληρές θαλάσσιες συσσωματώσεις.

Η ποικιλομορφία του φορτίου αμφορέων

Ο εντοπισμός Χιακών αμφορέων προέλευσης σε δύο διαφορετικές περιοχές του ναυαγίου αποκαλύπτει μια μεγαλύτερη τυπολογική ποικιλία απ‘ ό,τι είχε καταγραφεί με βάση την ως τώρα έρευνα. Στα κεραμικά ευρήματα προστίθεται και ένα πήλινο ιγδίο (λεκάνη με προχοή), σκεύος πολτοποίησης και ανάμειξης τροφίμων, το οποίο προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις διατροφικές πρακτικές και την καθημερινή ζωή στο πλοίο.

Προηγμένη τεχνολογία καταδύσεων και τεκμηρίωση

Όπως και το 2024, η χρήση ρυθμιστών κλειστού κυκλώματος με μείγμα αερίων βελτίωσε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των καταδύσεων. Οι υποβρύχιες έρευνες παρακολουθήθηκαν και συντονίστηκαν σε πραγματικό χρόνο χάρη σε τηλεκατευθυνόμενα υποβρύχια σκάφη της Hublot Xplorations. Επιπλέον, εγκαταστάθηκε εκ νέου το εργαστήριο πεδίου στον οικισμό του Ποταμού, το οποίο επέτρεψε την πραγματοποίηση προκαταρκτικών επιτόπιων αναλύσεων, ενώ η πρόοδος των ανασκαφών τεκμηριώθηκε με τη δημιουργία τρισδιάστατων φωτογραμμετρικών μοντέλων. Εκτός από τα σχέδια και τις φωτογραφίες των αντικειμένων που ανακτήθηκαν, τα δεδομένα ενσωματώθηκαν σε ένα σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (GIS). Η τεκμηρίωση θα αποτελέσει, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των προηγούμενων αποστολών, τη βάση για λεπτομερείς αναλύσεις.

Το ερευνητικό πρόγραμμα των τελευταίων πέντε ετών (2021-2025) υλοποιήθηκε από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα (EΑΣΕ), υπό την εποπτεία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού. Οι έρευνες στο πεδίο διεξήχθησαν από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης με ομάδα αρχαιολόγων-δυτών, η οποία συμπληρώθηκε με τη συμμετοχή της μονάδας υποβρύχιων αποστολών της Ελληνικής Ακτοφυλακής (Ομάδα Ειδικών Καταδύσεων).

Η ερευνητική ομάδα

Το ερευνητικό πρόγραμμα διευθύνουν η δρ Αγγελική Γ. Σίμωσι (Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων ΥΠ.ΠΟ.) και ο καθ. Lorenz E. Baumer (Πανεπιστήμιο Γενεύης). Η επιτόπια επίβλεψη των εργασιών πραγματοποιήθηκε από την δρ Patrizia Birchler Emery (Πανεπιστήμιο Γενεύης) και την καταδυόμενη αρχιτέκτονα-μηχανικό Αικατερίνη Ταγωνίδου. Την εποπτεία στο πεδίο από πλευράς Εναλίων Αρχαιοτήτων είχε η καταδυόμενη εργατοτεχνίτρια, Αθηνά Πατσούρου. Ο Αλέξανδρος Σωτηρίου (συνεργαζόμενος ερευνητής Πανεπιστημίου Γενεύης) ήταν υπεύθυνος για το συντονισμό της καταδυτικής ομάδας. Η εξειδικευμένη τεκμηρίωση έγινε από ειδικούς του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ενώ η Hublot Xplorations παρείχε σημαντική τεχνική υποστήριξη. Την οργάνωση της αποστολής ανέλαβε ο Γιάννης Μπιτσάκης (Πανεπιστήμιο Γενεύης και Ίδρυμα Nereus Research).

Συνεργάτες και χορηγοί

Κύριοι χορηγοί του ερευνητικού προγράμματος είναι η Ελβετική ωρολογοποιία Hublot (επίσημο ρολόι καταδύσεων, οικονομική, τεχνική και επιστημονική υποστήριξη), το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη (τεχνική και οικονομική υποστήριξη, ακαδημαϊκός συνεργάτης στην Ελλάδα) και το Ίδρυμα Nereus Research. Οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες παρέχονται από την COSMOTE TELEKOM, η οποία καλύπτει με 5G την περιοχή της ανασκαφής του ναυαγίου και το νησί με δίκτυα 5G και οπτικών ινών.

Ευχαριστίες

Η ερευνητική ομάδα ευχαριστεί το Υπουργείο Πολιτισμού, τις υπηρεσίες του και την καθ‘ ύλη αρμόδια Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, καθώς και προσωπικά την υπουργό, δρ Λίνα Μενδώνη, για την αδιάκοπη και ουσιαστική στήριξή της στο ερευνητικό πρόγραμμα. Ευχαριστεί επίσης το Λιμενικό Σώμα για την συνεισφορά του. Όπως κάθε χρόνο, ιδιαίτερα σημαντική είναι η στήριξη και η φιλοξενία του Δημάρχου Κυθήρων και Αντικυθήρων, Ευστρατίου Χαρχαλάκη, του Προέδρου της Τοπικής Κοινότητας Αντικυθήρων, Γεωργίου Χαρχαλάκη, και των κατοίκων του νησιού.